- εσώβρακο
- [эсоврако] ουσ ο белье.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
εσώβρακο — και σώβρακο, το εσώρουχο που περιβάλλει το μέρος τού σώματος από τη μέση και κάτω, εσωτερική περισκελίδα, η σκελέα* τών στρατιωτών … Dictionary of Greek
σώβρακο — το, Ν εσώβρακο, το κάτω ανδρικό εσώρουχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσώβρακο (έσω + βρακί) με σίγηση του αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek